τηλεφωνητής

τηλεφωνητής
ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν
1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας
2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» — συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και καταγράφει τα τηλεφωνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Το αρσ. τηλεφωνητής μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ, ενώ το θηλ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τηλεφωνήτριαι, από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλεφωνητής — ο θηλ. τηλεφωνήτρια 1. υπάλληλος που χειρίζεται τηλεφωνικό κέντρο. 2. «αυτόματος τηλεφωνητής», αυτόματη συσκευή που απαντά σε τηλεφωνικές κλήσεις όταν λείπουν οι ένοικοι ενός σπιτιού ή γραφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”